- πέσημα
- πέσημαfallneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέσημα — τὸ, Α 1. το πέσιμο, η πτώση 2. αυτό που έχει πέσει 3. φρ. «νεκρῶν πεσήματα» τα πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω* + κατάλ. ημα (πρβλ. αρίθμ ημα)] … Dictionary of Greek
πέσημ' — πέσημα , πέσημα fall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσήμασι — πέσημα fall neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσήμασιν — πέσημα fall neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσήματα — πέσημα fall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσήματι — πέσημα fall neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσήματος — πέσημα fall neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεσήματ' — πεσήματα , πέσημα fall neut nom/voc/acc pl πεσήματι , πέσημα fall neut dat sg πεσήματε , πέσημα fall neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)